κασίγνητος

κασίγνητος
κᾰσίγνητος
1 brother

Ἀλκμήνας κασίγνητον νόθον Λικύμνιον O. 7.27

καὶ κασίγνητοί σφισιν ἀμφότεροι ἤλυθον P. 4.124

διδύμῳ σὺν κασιγνήτῳ N. 1.36

Κάστορος δ' καὶ κασιγνήτου Πολυδεύκεος N. 10.50

εἰ δὲ κασιγνήτου πέρι μάρνασαι Kastor N. 10.85

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κασίγνητος — κασίγνητος, ὁ, ἡ, θηλ. και κασιγνήτη, αιολ. τ. κασιγνήτα, κυπρ. τ. κασινήτα και καινίτα (Α) 1. αδελφός, αδελφή, και ειδ. ο, η ομοπάτριος (α. «Ἰφιδάμαντος κασίγνητον», Ομ. Ιλ. β. «τώδε τὼ κασιγνήτω» οι δύο αυτές αδελφές, Σοφ.) 2. (το θηλ. και… …   Dictionary of Greek

  • κασίγνητος — brother masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασιγνήτω — κασίγνητος brother masc nom/voc/acc dual κασίγνητος brother masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασιγνήτοιο — κασίγνητος brother masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασιγνήτοις — κασίγνητος brother masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασιγνήτοισι — κασίγνητος brother masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασιγνήτοισιν — κασίγνητος brother masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασιγνήτου — κασίγνητος brother masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασιγνήτους — κασίγνητος brother masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασιγνήτων — κασίγνητος brother masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασιγνήτῳ — κασίγνητος brother masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”